ἐλεινός

ἐλεινός
ἐλεεινός
finding pity
masc nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελεινός — ή, όν βλ. ελεεινός …   Dictionary of Greek

  • Retórica — Para otros usos de este término, véase Retórica (desambiguación). La retórica es la disciplina transversal a distintos campos de conocimiento (ciencia de la literatura, ciencia política, publicidad, periodismo, etc.) que se ocupa de estudiar y de …   Wikipedia Español

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ελεεινός — ή, ό (AM ἐλεεινός, ή, όν Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, ή, όν) αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που αξίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”